- καταιονισμός
- οη καταιόνηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταιονισμός — ο βρέξιμο από ψηλά, μούσκεμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek
αιόνησις — αἰόνησις ( εως), η (Α) [αἰονῶ] καταιονισμός, κατάβρεγμα, μούσκεμα … Dictionary of Greek
κοτταβισμός — κοτταβισμός, ὁ (Α) [κοτταβίζω] 1. η ενέργεια τού κοτταβίζω 2. σφοδρός καταιονισμός ύδατος τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για θεραπεία τής καχεξίας … Dictionary of Greek
περίχυση — η / περίχυσις ύσεως, ΝΜΑ [περιχέω] το να περιχύνει κανείς κάτι, το να περιβρέχει να διαβρέχει, κάτι αρχ. 1. έκπλυση, ξέπλυμα 2. καταιονισμός με κρύο νερό, ψυχρολουσία 3. διασκόρπιση … Dictionary of Greek